ωογαμία

ωογαμία
Η περίπτωση εγγενούς αναπαραγωγής στην οποία το θηλυκό αναπαραγωγικό κύτταρο (γαμέτης) είναι ακίνητο και μεγάλο ενώ ο αρσενικός γαμέτης είναι μικρός και ευκίνητος. (Bλ. λ. αναπαραγωγή).
* * *
η Ν
1. βιολ. τύπος εγγενούς αναπαραγωγής, ακραία περίπτωση ανισογαμίας
2. (μυκητ.) τύπος γονιμοποίησης που πραγματοποιείται με την επαφή δύο ετερογαμεταγγείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + -γαμία (< -γαμος < γάμος). Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. oogamy].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… …   Dictionary of Greek

  • ουλοτριχώδη — (ulotrichales). Στην τάξη αυτή ανήκουν διάφορα χλωροφύκη νηματοειδή, διακλαδισμένα ή χωρίς διακλάδωση. Ευδοκιμούν στη θάλασσα ή στο γλυκό νερό. Πολλά είδη ζουν στους βράχους ή στους κορμούς των δέντρων. Ο αγενής πολλαπλασιασμός τους γίνεται με… …   Dictionary of Greek

  • ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”